- κοτσώνω
- (I)1. εξογκώνομαι, φουσκώνω2. επαίρομαι, κορδώνομαι, υπερηφανεύομαι, καμαρώνω3. (συν. η μετχ. παθ. παρακμ.) κοτσωμένος, -η, -οκορδωμένος, καμαρωτός.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοτσάνι].————————(II)κοτσώνω (Μ)πίνω.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
Dictionary of Greek. 2013.